- ὀχλοάρεσκος
- ὀχλοάρεσκοςmob-flatterermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οχλοάρεσκος — ὀχλοάρεσκος, ὁ (Α) αυτός που προσπαθεί να είναι αγαπητός στον λαό με κολακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + ἀρέσκω / ἀρέσκομαι] … Dictionary of Greek
οχλοάρεσκης — ὀχλοάρεσκης, ὁ (Α) οχλοάρεσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλοάρεσκος κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] … Dictionary of Greek
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek